- καυλώνω
- καυλώνω, καύλωσα, καυλωμένος βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καυλώνω — (Μ καυλώνω) [καυλός] νεοελλ. νιώθω έντονη επιθυμία για συνουσία μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καυλωμένος, η, ον αυτός που έχει σχήμα βλαστού … Dictionary of Greek
ακαύλωτος — η, ο [καυλώνω] αυτός που δεν έχει πάθει στύση, δεν έχει διεγερθεί … Dictionary of Greek
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek
καύλα — η 1. η στύση τού πέους 2. (γενικά) έντονη επιθυμία για συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλώνω υποχωρητικά] … Dictionary of Greek
καύλωμα — το [καυλώνω] η καύλα … Dictionary of Greek